- εὐσταθοῦσαν
- εὐσταθέωto be steadypres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… … Dictionary of Greek
ευσταθεί — (παρατατ. ευσταθούσε, ως προσ. ή απρόσ.) ευσταθούν (παρατ. ευσταθούσαν, ως προσ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής